- μονωδία
- η муз. соло
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
μονῳδία — μονῳδίᾱ , μονῳδία monody fem nom/voc/acc dual μονῳδίᾱ , μονῳδία monody fem nom/voc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μονῳδίᾳ — μονῳδίαι , μονῳδία monody fem nom/voc pl μονῳδίᾱͅ , μονῳδία monody fem dat sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μονωδία — Μέλος για μια μόνο φωνή χωρίς συνοδεία, που χρησιμοποιούνταν στην αρχαιότητα και στον Μεσαίωνα έως τον 9o αι., δηλαδή έως την έναρξη της εποχής της πολυφωνίας. Η περίοδος της μ. ονομάστηκε μονωδιακή ή ομοφωνική, όρος που σημαίνει ότι μια ομάδα… … Dictionary of Greek
μονωδία — η τραγούδι που εκτελεί ένα μόνο άτομο, το σόλο … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
μονῳδίας — μονῳδίᾱς , μονῳδία monody fem acc pl μονῳδίᾱς , μονῳδία monody fem gen sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μονῳδίαι — μονῳδία monody fem nom/voc pl μονῳδίᾱͅ , μονῳδία monody fem dat sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μονῳδίαν — μονῳδίᾱν , μονῳδία monody fem acc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μονῳδιῶν — μονῳδία monody fem gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μονῳδίαις — μονῳδία monody fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μονώδιον — μονῴδιον, τὸ (ΑΜ) [μονωδία] υποκορ. τού μονωδία … Dictionary of Greek
μονωιδία — μονωιδίᾱ , μονῳδία monody fem nom/voc/acc dual μονωιδίᾱ , μονῳδία monody fem nom/voc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)